σκύλλαρος

σκύλλαρος
σκύλλᾰρος,
A v.l. for κύλλαρος in Arist.HA530a12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκύλλαρος — (scyllarida). Γένος της οικογένειας των Παλινουριδών (Palinuridae), που ζουν στις ακτές των θερμών θαλασσών. Ένα είδος, γνωστό ως ισπανική καραβίδα, έχει μέτριο σώμα και βαρύ εξωτερικό σκελετό. Το είδος αυτό βρίσκεται στην περιοχή των υφάλων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”